- σεληνιώδης
- -ες, Ν1. χημ. αυτός που προκύπτει από το σελήνιο2. φρ. «σεληνιώδες οξύ»χημ. ανόργανη χημική ένωση, άχρωμο υγροσκοπικό κρυσταλλικό στερεό, τού οποίου το μόριο περιέχει δύο άτομα υδρογόνου, ένα άτομο σεληνίου και τρία άτομα οξυγόνου.
Dictionary of Greek. 2013.